Καμπανάκι κρούει μέσα από σύνεντευξή του στη «Νέα Σελίδα» ο πρώην υπουργός Πέτρος Ευθυμίου αναφερόμενος στην τουρκική προκλητικότητα.
«Η “Συμφωνία” Τουρκίας-Λιβύης αποτελεί, ήδη, ένα ευθύ, ωμό, καίριο πλήγμα στα σαφή ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα», επισημαίνει ο Πέτρος Ευθυμίου, ο οποίος έχει διατελέσει και Πρόεδρος της ΚΣ του Οργανισμού για την Ασφάλεια και Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ) και προσθέτει πως «το ερώτημα δεν είναι ‘’αν’’ η Τουρκία θα κάνει το επόμενο βήμα, αλλά το ‘’πότε’’ και ‘’πώς’’» θα το κάνει.
Ολόκληρη η συνέντευξή στη Νέα Σελίδα:
Κύριε Ευθυμίου υπάρχει όλο και πιο έντονα η αίσθηση, ότι η τουρκική επιθετικότητα θα κορυφωθεί με την πρόκληση ενός θερμού επεισοδίου. Τι πιθανότητες δίνετε, εσείς, σε αυτό το ενδεχόμενο;
«Κυρία Σαδανά, η χάραξη μίας αποτελεσματικής στρατηγικής προάσπισης των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων και αποτροπής των τουρκικών επιδιώξεων, οφείλει να εκκινεί θεωρώντας, αυτό το “ενδεχόμενο”, ως δεδομένο. Η “Συμφωνία” Τουρκίας-Λιβύης για την οριοθέτηση της μεταξύ τους ΑΟΖ, αποτελεί, ήδη, ένα ευθύ, ωμό, καίριο πλήγμα στα σαφή ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα. Δεν πρόκειται για business as usual, της τουρκικής πρακτικής. Πρόκειται για ποιοτική αλλαγή και αναβάθμιση του τουρκικού σχεδιασμού, όπως ακριβώς ήταν η εισβολή στην Κύπρο το 1974 και τα Ιμια το 1996. Τώρα, με την ίδια μέθοδο της δημιουργίας τετελεσμένων δια της βίας, επιχειρεί να επιβάλλει διεθνώς, και όχι μόνον έναντι της Ελλάδας, την ατζέντα της “Γαλάζιας Πατρίδας”, όπως λεπτομερώς, με χάρτες και κοινοποιήσεις στο ΟΗΕ έχει αναπτύξει το τελευταίο διάστημα. Εάν αφήσουμε τα πράγματα να εξελίσσονται, περιμένοντας να εμποδίσουν την Τουρκία κάποιοι τρίτοι, το ερώτημα δεν είναι «αν» η Τουρκία θα κάνει το επόμενο βήμα παγίωσης των διεκδικήσεων της, αλλά το «πότε» και «πώς» θα επιλέξει η ίδια να το κάνει. Γι αυτό είναι επείγουσα ανάγκη ο επανασχεδιασμός των κινήσεων μας, και, κυρίως, να περάσει σε εμάς η πρωτοβουλία των κινήσεων, καθώς ως σήμερα, είναι η Τουρκία που θέτει τα ζητήματα και εμείς, ασθμαίνοντας, ακολουθούμε».
Τι εννοείτε δηλαδή; Δεν κινούμαστε σωστά στο διπλωματικό πεδίο; Δεν έχουμε ενεργοποιήσει με τον τρόπο που πρέπει τις συμμαχίες μας; Οι δηλώσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και η επιστολή Πομπέο, δεν δείχνουν ότι υπάρχει απήχηση των ελληνικών θέσεων, όπως υποστηρίζει η κυβέρνηση, και με αντίστοιχο τρόπο στο παρελθόν, αξιολογούσε θετικά και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ τις αντίστοιχες δηλώσεις; Και πώς εντάσσετε σε όλα αυτά τις αποφάσεις της Συνόδου του Βερολίνου για την Λιβύη;
«Κυρία Σαδανά, η Τουρκία επιθυμεί την δημιουργία τετελεσμένων δια της βίας εις βάρος της Ελλάδας, προκειμένου να μας σύρει και να μας εξαναγκάσει σε έναν “διάλογο”, εφ’ όλων των θεμάτων που εγείρει, ώστε να έχει τα θετικά γι’ αυτήν αποτελέσματα, με βάση την αρχή της equity (την οποία παγίως επικαλείται). Η επίκληση της “ευθυδικίας” εκ μέρους της Τουρκίας γίνεται, προκειμένου να αποφύγει την συντεταγμένη προσφυγή, μέσω διαλόγου και υπογραφής συνυποσχετικού, στην Χάγη, με βάση το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας. Προσέξτε τώρα: καμιά δύναμη, εξ όσων προέβησαν σε θετικές για μάς δηλώσεις, δεν ανέλαβε ταυτοχρόνως καμιά δέσμευση είτε επισήμως, είτε παρασκηνιακώς, μιας ενεργού αποτροπής της Τουρκίας, είτε πριν εκδηλώσει την πράξη πρόκλησης, (π.χ. το ‘Γιαβούζ” σε έρευνες Νότια της Κρήτης ή στην ζώνη του Καστελόριζου), είτε -έστω- βαρύτατων συνεπειών, εφόσον το αποτολμήσει. Προσθέτως, τώρα, όλοι μας παροτρύνουν “βρείτε τα”, “κάντε διάλογο”, άρα -προφανώς- το ίδιο θα επαναλάβουν και μετά τα τετελεσμένα. Με λίγα λόγια η παρούσα κατάσταση των πραγμάτων δεν είναι ευνοϊκή για μια αποτροπή της Τουρκίας λόγω της δράσης των συμμάχων μας».
Πριν σας ρωτήσω τι εσείς προτείνετε, δεν μου απαντήσατε για την επιστολή Πομπέο ή τις αποφάσεις του Βερολίνου για την Λιβύη. Γιατί νομίζω, είναι συναφή.
«Έχετε δίκαιο ότι είναι συναφή, αλλά νομίζω ότι εικονογραφούν με ακρίβεια το πρόβλημα που σας περιέγραψα. Η επιστολή Πομπέο στην γενικολογία της, είναι απολύτως άνευ οποιασδήποτε πρακτικής σημασίας. Στο Υπουργείο Εξωτερικών στην Άγκυρα, οι λιγότερο ασκημένοι διπλωμάτες θα την πέταγαν στον κάλαθο των αχρήστων, ενώ οι πιο έμπειροι, θα λάμβαναν το σήμα, ότι άλλα λέει η γραφειοκρατία του Στεητ Ντηπάρμπεντ και άλλα η διοίκηση Τράμπ. Και προφανώς “μετρούν” την διοίκηση Τραμπ, περισσότερο. Το ίδιο για τις αποφάσεις του Βερολίνου. Προσέξτε: αν η Διάσκεψη επιτύχει τους στόχους της, το πιθανότερο αποτέλεσμα θα είναι η σταθεροποίηση του Σάρατζ, με κάποιο μερίδιο εξουσίας στον Χαφταρ, ο οποίος δεν νομίζω ότι θα θέσει ως όρο της συμμετοχής του στην εξουσία την ακύρωση της συμφωνίας με την Τουρκία. Δεν είναι μόνον θέμα ότι δεν κληθήκαμε. Το θέμα είναι ότι δεν μπορέσαμε καν να αποτελέσει ζήτημα η “Συμφωνία” Σάρατζ-Ερντογκάν, ως ένας επιπλέον παράγοντας έντασης στην περιοχή, που σαφώς είναι».
Τι προτείνετε εσείς λοιπόν; Τι σημαίνει ο “επανασχεδιασμός” της στρατηγικής μας στον οποίο αναφερθήκατε;
«Έχουμε κάνει ως Ελλάδα ένα θεμελιωδώς ορθό πρώτο βήμα, που είναι η χάραξη της “κόκκινης γραμμής”, όπως την εξέθεσε ο πρωθυπουργός στον Πρόεδρο Τράμπ και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και έχει επ’ αυτού την σύμφωνη θέση του ΣΥΡΙΖΑ και του Κινήματος Αλλαγής. Ότι η Ελλάδα θέλει την επίλυση της μίας και μόνης διαφοράς που υπάρχει με την Τουρκία, δηλαδή της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ με βάση το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, με έναν διάλογο που θα οδηγήσει σε συνυποσχετικό, με την παραπομπή της διαφοράς στην Χάγη. Σε κάθε άλλη περίπτωση, κάθε μονομερής τουρκική ενέργεια αμφισβήτησης των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, θα λάβει την αντίστοιχη απάντηση, δηλαδή δεν θα επιτραπεί, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Αυτή η ξεκάθαρη θέση, βοηθά και τους συμμάχους μας να μετρήσουν την στάση τους, εφόσον δεν επιθυμούν μια νέα εστία έντασης και ανασφάλειας στην κρίσιμη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, την ώρα που υπάρχει όλη αυτή η ανάφλεξη από την Λιβύη και την Συρία, ως το Ιράν. Δεύτερον, υποχρεώνει την Τουρκία να ζυγίσει δύο και τρεις φορές τις κινήσεις της, καθώς γνωρίζει, ότι ούτε τις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, ούτε το φρόνημα του ελληνικού λαού πρέπει να υποτιμά, όταν δέχεται μια άδικη επίθεση από κάποιον που θεωρεί τον εαυτό του ισχυρότερο. Κάποιος σύμβουλος χρήσιμο είναι να εξηγήσει στον Ερντογάν και το “Μολών Λαβέ” και το ¨ΟΧΙ”. Και να του υπενθυμίσει και το αποτέλεσμα…Ωστόσο χρειάζεται και ένα δεύτερο βήμα, πέρα από την αποσαφήνιση της “κόκκινης γραμμής”. Θα διασφαλίσουμε την ειρήνη και θα διευκολύνουμε τους συμμάχους μας να αναλάβουν δράση και τον Ερντογκάν να προσέλθει σε έναν παραγωγικό διάλογο, όταν ανακηρύξουμε, σύμφωνα απολύτως με το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας τα όρια της ελληνικής ΑΟΖ και καλέσουμε σε διάλογο οριοθέτησης τις γειτνιάζουσες χώρες, όπως άλλωστε επιτάσσει να συμβεί τον Διεθνές Δίκαιο. Τότε, σ αυτό το καθαρό έδαφος, η Τουρκία, ή θα προσέλθει σε διάλογο, όπως οφείλει, ή θα προβεί σε τυχοδιωκτικές ενέργειες, που, όμως, θα την απομονώσουν αυτόματα διεθνώς. Γιατί τότε, με την ανακήρυξη της ελληνικής ΑΟΖ, η τουρκική πλευρά δεν θα μπορεί να επικαλείται καμιά “γκρίζα” περιοχή, ισχυρισμός που σήμερα είναι η βάση του θράσους και της κουτοπονηριάς της. Γιατί οφείλουμε να κατανοήσουμε ότι η Τουρκία, δημοσιοποιώντας τους χάρτες των “δικαιωμάτων” της, ενημερώνοντας με αυτούς τον ΟΗΕ, την ΕΕ και κάθε άλλη δύναμη, προβάλλει τους ισχυρισμούς της μονομερώς, έτσι ώστε σιγά-σιγά να εγείρεται στις πρωτεύουσες ένα ερώτημα, κατάλληλα βεβαίως τροφοδοτούμενο από ένα ευρύ δίκτυο φιλοτουρκικών lobbys : “και επ’ αυτών των θέσεων της Τουρκίας και των χαρτών που κοινοποιεί επισήμως, ποια είναι η θέση της ελληνικής πλευράς και ποια είναι η δική της οριοθέτηση;” Και είναι η ώρα που εμείς πρέπει να αναλάβουμε την πρωτοβουλία των κινήσεων, στο έδαφος της ειρήνης και του Διεθνούς Δικαίου».
Πιστεύετε ότι η Ελλάδα μπορεί μόνη της, χωρίς συμμαχίες;
«Δεν είμαστε μόνοι και έχουμε συμμαχίες, που, υπό προϋποθέσεις, μπορεί να αποδειχθούν πολύτιμα χρήσιμες. Η πιο βασική προϋπόθεση είναι να καταστεί φανερό το δικό τους όφελος στην υποστήριξη των ελληνικών θέσεων, και το δικό τους κόστος στην περίπτωση που θα επέτρεπαν στην Τουρκία να ανοίξει την θύρα του φρενοκομείου. Η δεύτερη προϋπόθεση είναι ο πολλαπλασιασμός της εθνικής ισχύος, που επίσης ενθαρρύνει τους συμμάχους να γίνουν πιο ενεργοί στην στήριξη τους. Εθνική ισχύς σημαίνει, πριν απ όλα, εθνική ομοψυχία και ενότητα. Σημαίνει επίσης την απόφαση μιας πραγματικής εθνικής αναγέννησης. Θέλω να θυμίσω, πώς αμέσως μετά την πτώση του ανατολικού μπλοκ, υποστήριξα ότι το διεθνές σύστημα ασφαλείας θα διαταραχθεί επικίνδυνα, έτσι ώστε να αυξηθούν οι κίνδυνοι ανεξέλεγκτων τοπικών εντάσεων και συρράξεων. Πρότεινα τότε, και επιμένω και τώρα, ότι οφείλουμε να αντιγράψουμε το παράδειγμα του Ισραήλ. Και δεν εννοώ μόνον την επιβλητική στρατιωτική ισχύ του Ισραήλ. Αλλά την επιτυχημένη ανταγωνιστική οικονομία, την καινοτομία, την πρωτοπορία στην τεχνολογία, την υψηλή παραγωγικότητα και στις πιο δυσμενείς εδαφικές συνθήκες, όπως στην γεωργία. Έχουμε ακριβώς τις ίδιες -και ευνοϊκότερες- δυνατότητες που έχει το Ισραήλ, στους φυσικούς πόρους και στο ταλαντούχο ανθρώπινο δυναμικό. Έχουμε επίσης ακριβώς την ίδια δύναμη, ως λαοί της Διασποράς. Μια εθνική συσπείρωση στο εσωτερικό και μια ενεργοποίηση της οργανωμένης και ενισχυόμενης από την πατρίδα ελληνικής Διασποράς, αλλάζει απολύτως το ειδικό βάρος της Ελλάδας, για όποιον θέλει να είναι συμμέτοχος στις εξελίξεις στα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο. Είναι στο χέρι μας να ορίσουμε την μοίρα μας, με τις επιλογές μας».
Αν υποθέσουμε ότι έχετε δίκαιο, πιστεύετε ότι το παρόν κομματικό και πολιτικό σύστημα, είναι σε θέση να ενεργοποιήσει ένα παρόμοιο εθνικό σχέδιο αναγέννησης, όπως το περιγράφετε;
«Η ειλικρινής απάντηση είναι “όχι”, με τα παρόντα δεδομένα και με
ό,τι δείχνει η καθημερινή πολιτική διαχείριση μικρών και μεγάλων
θεμάτων. Είναι φανερό ότι δεν υπάρχουν ούτε μεγάλα σχέδια, ούτε μεγάλες
πολιτικές αφηγήσεις. Υπάρχει μια διαχείριση κοινών τόπων, και οι
διαφορές ανακύπτουν σε θέματα νομής της εξουσίας και δευτερευούσης
τάξεως συμβολικών αντιπαραθέσεων. Αλλά η Ιστορία διδάσκει ότι κανένας
λαός δεν αυτοκτονεί. Μέσα από τις ρωγμές του συστήματος της αδράνειας
και των μικροπολιτικών αντιπαραθέσεων, γίνεται όλο και πιο φανερό, ότι
χρειάζεται μια ριζική ανατροπή των εφησυχασμών και της ισορροπίας όλων
των συστημάτων “προς τα κάτω”. Γιατί η χώρα έχει εθιστεί να κινείται σε
όλα τα επίπεδα στον κατώτατο κοινό παρονομαστή, είτε σε θέσεις και
προτάσεις, είτε σε πρόσωπα. Η ίδια η πίεση στον πυρήνα της ύπαρξης μας
ως κράτους και ως Έθνους, είναι αυτή που θα οδηγήσει σε αλλαγές και στο
υπάρχον πολιτικό σκηνικό και θα γεννήσει και νέες δυνάμεις. Όσο νωρίτερα
και αποφασιστικότερα συμβεί αυτή η αλλαγή, τόσο το καλύτερο για την
Ελλάδα και τους Έλληνες».